- μίξ
- μίξindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] … Dictionary of Greek
μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
παραμίξ — Α επίρρ. αναμεμιγμένα ή συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξ (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ] … Dictionary of Greek
μέσοφρυς — μέσοφρυς, υος, ὁ (Α) το μεσόφρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὀφρῡς (πρβλ. λεύκ οφρυς, μίξ οφρυς)] … Dictionary of Greek
μίξερ — το ηλεκτρική συσκευή για ανάμιξη τροφίμων, αλλ. μίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mixer < mix (< θ. μιξ τού μίγνυμι* / μείγνυμι, πρβλ. μίξη)] … Dictionary of Greek
μίξιμος — μίξιμος, ον (Α) αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + κατάλ. ιμος] … Dictionary of Greek
μίξοδος — η (Α μίξοδος) νεοελλ. ναυτ. 1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος 2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού… … Dictionary of Greek
μιξάνθρωπος — μιξάνθρωπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek
μιξέλλην — μιξέλλην, ηνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ έλλην)] … Dictionary of Greek